ανθυπαλλαγή

ανθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλαγή, η (Α)
η ανταλλαγή, η αντικατάσταση μιας πτώσης με άλλη (όρος συντακτικού που χρησιμοποιείται από τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον Απολλώνιο τον Δύσκολο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθυπαλλαγή — substitution of one case for another fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπαλλαγῇ — ἀνθυπαλλάσσω substitute aor subj pass 3rd sg ἀνθυπαλλαγή substitution of one case for another fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθυπαλλαγήν — ἀνθυπαλλαγή substitution of one case for another fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθυπαλλάσσω — ἀνθυπαλάσσω (και ττω) (Α) 1. αντικαθιστώ 2. εναλλάσσω τις πτώσεις (βλ. ανθυπαλλαγή) 3. (μέσ., σσο μαι) παίρνω ως αντάλλαγμα 4. παθ. αποδίδεται στην εναλλαγή των εγκλίσεων των ρημάτων …   Dictionary of Greek

  • ἀνθυπαλλαγάς — ἀνθυπαλλαγά̱ς , ἀνθυπαλλαγή substitution of one case for another fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”